νοσοκομείων

νοσοκομείων
νοσοκομεῖον
infirmary
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • βακούφι — (τουρκ. βακφ, αραβ. ουάκφ, που σημαίνει αφιέρωμα). Β. ονόμαζαν οι μουσουλμάνοι κυρίως τα ακίνητα (συνήθως κτήματα), που αφιερώνονται για την εξυπηρέτηση φιλανθρωπικών σκοπών, π.χ. για τη συντήρηση σχολείων, τζαμιών, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων… …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλίας, Ιερή Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1924 ως μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Το 1959 έγινε αρχιεπισκοπή, ενώ από το 1970 αποσπάστηκε η Νέα Ζηλανδία και αποτελεί ξεχωριστή μητρόπολη. Έχει έδρα το Σίδνεϊ και ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας φέρει και τον τίτλο του… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Βαλλιάνος — I Επώνυμο οικογένειας από τις Κεραμειές της Κεφαλονιάς, της οποίας μέλη, μεγαλέμποροι και τραπεζίτες, διακρίθηκαν ως εθνικοί ευεργέτες τον 19o αι. 1. Ανδρέας (1827 – Μασσαλία 1887). Ίδρυσε υποκαταστήματα του εμπορικού οίκου των Β. στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”